- πολυχρονιότητα
- πολυχρονιότηςlong durationfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυχρονιότητα — η / πολυχρονιότης, ητος, ΝΜΑ [πολυχρόνιος] 1. η ιδιότητα τού πολυχρόνιου, μεγάλο διάστημα χρόνου, μακροχρονιότητα 2. μακρά διάρκεια ζωής, μακροβιότητα αρχ. το να κερδίζει κάτι σε ποιότητα με τον καιρό, όπως το κρασί όταν παλιώνει … Dictionary of Greek